- ἐπικάθισμα
- ἐπι-κάθ-ισμα, τό, der Sitz darauf
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐπικαθίσμασι — ἐπικάθισμα insessus neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαθίσματι — ἐπικάθισμα insessus neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοφανής — Άμορφο ορυκτό, που μοιάζει με νεφρό ή ρώγες σταφυλιών ή και με σταλακτίτες, καθώς και ως επικάθισμα πάνω σε άλλα ορυκτά και πετρώματα με εξωτερική όψη οπαλίου. Τρίβεται εύκολα και είναι διαφανής, είτε άχρωμος είτε κίτρινος, γκριζοκαστανός,… … Dictionary of Greek